φόρβιον

φόρβιον
τὸ, Α
1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο
2. στον πληθ. τὰ φόρβια
(κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φόρβιον — Salvia Horminum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβίοις — φόρβιον Salvia Horminum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβίου — φόρβιον Salvia Horminum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρβια — φόρβιον Salvia Horminum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορβιοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλά φόρβιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρβιον* + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • χοιροφορβείον — και χοιροφόρβιον, τὸ, Α αγέλη, κοπάδι χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φορβεῖον (< φορβος < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ὑο φορβείον / φόρβιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”